ἀρβύλας

ἀρβύλας
ἀρβύλᾱς , ἀρβύλη
strong shoe
fem acc pl
ἀρβύλᾱς , ἀρβύλη
strong shoe
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρβύλα — η κ. άρβυλο, το (Α ἀρβύλη κ. ἀρβυλίς, η) νεοελλ. 1. «οι αρβύλες, τα άρβυλα» τα υποδήματα των στρατιωτών 2. φρ. α) «φόρεσα τις αρβύλες» κατατάχθηκα στον στρατό β) «λόγια της αρβύλας» ανυπόστατες φήμες αρχ. 1. (για χωρικούς, κυνηγούς, οδοιπόρους)… …   Dictionary of Greek

  • πρόδουλος — ον, Α (για υπόδημα) μτφ. υπηρετώ σαν δούλος («ἀρβύλας... πρόδουλον ἔμβασιν ποδός», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”